-
1 βοηθητικος
31) готовый оказать помощь(ἔν τινι Arst.; τοῖς πένησι Plut.)
2) несущий помощь, действенный(πρὸς τὰς καλὰς πράξεις Arst.)
3) защищающий, ограждающий, предохраняющий(πρὸς τὰς ἀδικίας Arst.; πρὸς τέν κολακείαν Plut.)
-
2 επανιστημι
(fut. ἐπαναστήσω, aor. 2 ἐπανέστησα; для неперех. знач.: aor. 2 ἐπανέστην, pf. ἐπανέστηκα и ἐπανέσταα, тж. med. praes. и fut.)1) вздымать, воздвигать(τὰ τείχη Plat.)
2) выпускать, двигать, бросать(ἐκ χαράδρας τρισχιλίους ἄνδρας, sc. τοῖς πολεμίοις Plut.)
; pass. быть побуждаемым(πρὸς τὰς ἀδικίας Plut.)
3) вздыматься, воздвигатьсяκἄπειτ΄ ἢν τοῦτο (τὸ πόλισμα) ἐπανεστήκῃ Arph. — а когда этот город будет построен
4) подниматься, вставатьἐπανίστω Arph. — вставай;
ἐπαναστὰς ἔφη Dem. — он встал и сказал5) становиться6) поднимать восстание, восставать(τινι Thuc., Plut.)
οἱ ἐπανεστεῶτες Her. — повстанцы7) выдаваться вперед или наружу, выступать, торчатьὦτα ἐπανεστηκότα Arst. — торчащие уши
См. также в других словарях:
υποφέρω — ὑποφέρω ΝΜΑ [φέρω] υπομένω, αντέχω, ανέχομαι κάτι ή κάποιον (α. «δεν μπορεί να τόν υποφέρει» β. «ὑποφέρειν τὰς ἀδικίας», πάπ. γ. «γῆρας καὶ πενίαν ὑπενεγκεῑν», Αισχίν. δ. «κινδύνους καὶ φόβους ὑποφέρειν», Πλάτ.) νεοελλ. 1. υποβάλλομαι σε… … Dictionary of Greek
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek
συμφορά — η, ΝΜΑ, και διαλ. τ. συφορά Ν, και ιων. τ. συμφορή Α 1. κακοτυχία, δυστυχία, ατύχημα (α. «τόν βρήκε μεγάλη συμφορά» β. «ὑπὸ τῆς συμφορῆς ἐκπεπληγμένος», Ηρόδ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που φέρνει κακοτυχία, δεινά (α. «αυτός είναι αληθινή συμφορά για… … Dictionary of Greek
συμπράττω — ΝΜΑ, και συμπράσσω και ιων. τ. συμπρήσσω Α [πράττω] πράττω, κάνω κάτι μαζί με άλλους, συνεργάζομαι με άλλους για να γίνει κάτι (α. «δεν δέχθηκε να συμπράξει» β. «φέρε γὰρ σήμαιν ὅ, τι χρή σοι συμπράσσειν», Αισχύλ. γ. «οἳ ἐδόκουν μάλιστα ξυμπρᾱξαι … Dictionary of Greek